ραθυμώ

ραθυμώ
(ε) αμετ.
1) лениться, быть праздным; 2) быть вялым, медлительным, апатичным, безразличным

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ραθυμώ" в других словарях:

  • ραθυμώ — ῥαθυμῶ, έω, ΝΜΑ, και ῥᾳθυμῶ Α [ῥάθυμος] είμαι ράθυμος, μένω αδρανής χωρίς να εργάζομαι, τεμπελιάζω, αμελώ την εργασία μου («κατελήφθησάν τινες νυκτὸς ἐν τῇ στρατοπεδείᾳ ῥαθυμοῡντες τὰ περὶ τὰς φυλακάς», Διόδ.) νεοελλ. 1. επιθυμώ σφόδρα, ορέγομαι… …   Dictionary of Greek

  • ραθυμώ — ησα, είμαι ράθυμος: Ο δάσκαλος συχνά τον παρακινούσε ναμη ραθυμεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥαθύμῳ — ῥάθυμος light hearted masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥᾳθυμῶ — ῥᾳθῡμῶ , ῥᾳθυμέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) ῥᾳθῡμῶ , ῥᾳθυμέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥᾳθύμῳ — ῥᾳθύ̱μῳ , ῥᾴθυμος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενραθυμώ — ἐνραθυμῶ, έω (Μ) [ραθυμώ] συμπεριφέρομαι με ραθυμία, με αμέλεια …   Dictionary of Greek

  • επιρραθυμώ — ἐπιρραθυμῶ, έω (Α) [ραθυμώ] είμαι ράθυμος, δείχνω νωχέλεια, τεμπελιάζω …   Dictionary of Greek

  • ραστωνεύω — Α [ῥᾳστώνη] ζω με ραστώνη, ραθυμώ, απρακτώ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»